Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2018

Mαρτυρία Σωτήρη Βότσου
Γαλοκούρκουτο, Πολυθέα Ασπροποτάμου

¨ Γαλοκούρκουτο έφτιαναν, να ξέρς. Στο γάλα μέσα έριχναν αλεύρι και το έτρωγαν. Εβραζαν το γάλα κι έριχναν μέσα αλεύρι, αντί να το φτιάξουν ψωμί. Αυτό λέγονταν γαλοκούρκουτο. Το αλάτι ήταν απαραίτητο. Για οικονομία στο αλεύρι. Αυτό το καναν για λόγους οικονομίας, για να μη ξοδέψουν πολύ αλεύρι. Γάλα είχαν. Καθάριο αλεύρι έβαζαν. Η μπομπότα κάθεται κάτ. Το καθάριο δε κάθεται.¨

Παρατήρηση Βάγγιως Δεληδήμου, Χαλίκι.
Με αυτό το όνομα έλεγαν τη κρέμα της γαλατόπιτας που έκαναν οι Βλάχοι. Την κάθε λογής κρέμα.

Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2018

Tζερνίκια(Κορόμηλα) Βλάχικο γλυκό και μαρμελάδα
Βέροια, Σοφία Καραγιάννη

Διαλέγετε κορόμηλα και τα πλένετε καλά. Τα βράζετε σε κατσαρόλα με νερό, μέχρι να λιώσουν σχεδόν. Τα περνάτε απο τρυπητό. Παίρνετε τον πολτό και τον μετράτε με ποτήρι. Βάλτε τόσα ποτήρια  ζαχαρης, όσος είναι ο πολτός. Βράζετε, μέχρι να δέσει η μαρμελάδα. Για το γλυκό βάλτε τον πολτό σε πάνινη σακούλα, για να στραγγίσει το ζουμί, χωρίς να βγεί καθόλου ψίχα. Μετράτε το ζουμί και πάλι μετράτε ζάχαρη με τον ίδιο τρόπο. Κατόπιν, το βράζετε, μέχρι να δέσει. Γίνεται στερεό, να το κόψεις με το μαχαίρι και διάφανο, με γεύση ανάλαφρη.

Απο το βιβλίο Γεύση Ελληνική, Καλούδια, Εύη Βουτσινά, Εκδόσεις Καστανιώτη, σελίδα 33.


Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2018

Ρύζι εορταστικό με ζάχαρη
Μαρτυρία Βλάχου(54 ετών)

" Οι Βλάχοι σε πανηγύρια και γιορτές  μεγάλες, όπως ο γάμος, βγάζουν σφακτά μαγειρεμένα  σε καζάνια. Συνήθως ρίχνουν και λίγες πατάτες μέσα. Πριν το κρέας, όπως τώρα φέρνουν πρώτο πιάτο στο τραπέζι, βγάζανε  πάντα ρύζι σκέτο. Ασπρο ρύζι βραστό και φέρνανε μαζί ένα μπολ με ζάχαρη, για να βάλει ο καθένας, όση θέλει στο ρύζι του. Το ίδιο σερβίριζαν και στις πένθιμες εκδηλώσεις. Οταν είχανε ξόδι ή μνημόσυνο Τώρα ακόμα το σερβίρουν αλλά οι πιο πολλοί τη ζάχαρη τη ρίχνουν στο ρύζι απο πριν. Αυτο δεν είναι ωραίο, γιατί άλλος θέλει πιο πολύ και άλλος πιο λίγο. Αλλά τώρα όλοι θέλουν τα εύκολα, όχι τα καλά. 

Απο το βιβλιο Γεύση Ελληνική, Καλούδια, Εύη Βουτσινά, Εκδόσεις Καστανιώτη, σελίδα 122.